- οξυμετρία
- η измерение кислотности, измерение содержания кислоты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξυμετρία — η χημ. τεχνική ογκομετρικής χημικής ανάλυσης που επιτρέπει την τιτλοδότηση, δηλαδή τον ποσοτικό προσδιορισμό τών οξέων που περιέχονται σε ένα διάλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξύ + μετρία*. Η λ. είναι απόδοση τού γαλλ. acidimetrie και μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
οξυμετρικός — ή, ό [οξυμετρία] χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξυμετρία … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek